WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
know nothing of [sth] v expr | (be ignorant of) | δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ έκφρ |
| | δεν γνωρίζω τίποτα από κτ, δεν ξέρω τίποτα από κτ έκφρ |
| I'm ashamed to say I know nothing of American literature. |
know nothing of [sth] vtr | (have no experience of) | δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ έκφρ |
| | δεν γνωρίζω τίποτα από κτ, δεν ξέρω τίποτα από κτ έκφρ |
| | δεν έχω εμπειρία σε κτ έκφρ |
| It is often said that the Royal Family know nothing of real life. |